Όλμπριχ, Γιόζεφ Μαρία

Όλμπριχ, Γιόζεφ Μαρία
(Joseph Maria Olbrich, Τροπάου 1867 – Ντύσελντορφ 1908). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Μαθητής του Ότο Βάγκνερ, ήταν καλλιτέχνης προικισμένος με μεγάλη φαντασία και συχνά αρκετά επιθετικός. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα προβλήματα των εφαρμοσμένων τεχνών και ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησαν τα στοιχεία μιας αρχιτεκτονικής έκφρασης ενδιάμεσης μεταξύ ορθολογισμού και εξπρεσιονισμού, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Ήταν επίσης, στο τέλος του περασμένου αιώνα, ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής κίνησης που ονομάστηκε βιεννέζικη σετσεσιόν και επηρέασε σημαντικά τις ευρωπαϊκές εικαστικές τέχνες. Αξιόλογα έργα του είναι το μέγαρο της Έκθεσης της βιεννέζικης σετσεσιόν στη Βιέννη (1898) και άλλα κτίρια διεθνών εκθέσεων (Παρίσι, 1900· Τορίνο, 1902· Σαιντ Λιούις, ΗΠΑ, 1904· Δρέσδη, 1096· Μανχάιμ, 1907· Ντάρμστατ, 1907-1908), τα καταστήματα Λέοναρντ Τητς στο Ντύσελντορφ (1908), η ενδιαφέρουσα κατοικία των καλλιτεχνών στο Ντάρμστατ (1901-1908) κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • σετσεσιόν — (secession). Όρος που χρησιμοποιήθηκε στις εικαστικές τέχνες για το χαρακτηρισμό μερικών πρωτοποριακών κινημάτων, που προσπάθησαν να αποκοπούν από την απολίθωση και τον κομφορμισμό των επίσημων καλλιτεχνικών τάσεων (secession=αποστασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”